- Λικίνιος
- Λικίνιοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λικίνιος — (Valerius Licinianus Licinius, ; – 325 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (307 324). Στέφθηκε αυτοκράτορας κατά την τελευταία περίοδο της τετραρχίας. Μετά τον θάνατο του Γαλέριου και την ήττα των συναυτοκρατόρων Μαξέντιου (από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο το… … Dictionary of Greek
Λικίνιος, Ανδρέας — (Κέρκυρα ; – Κωνσταντινούπολη 1715). Ιατροφιλόσοφος. Καταγόταν από επιφανή οικογένεια της Μονεμβασιάς, το πραγματικό επώνυμο της οποίας ήταν Λιχίνας. Ο Λ. σπούδασε στην Πάντοβα και αναδείχτηκε διδάκτορας της ιατρικής την οποία άσκησε με επιτυχία… … Dictionary of Greek
Γαλλιηνός, Πόπλιος Λικίνιος Εγνάτιος — (Publius Licinius Egnatius Gallienus, 218; – 268 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (253 268), γιος του αυτοκράτορα Βαλεριανού. Το 253, με τον τίτλο του αυγούστου, μοιράστηκε με τον πατέρα του τη διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας σε μία από τις πιο… … Dictionary of Greek
Κάλβος, Γάιος Λικίνιος — (1ος αι. π.Χ.). Λατίνος ποιητής, ρήτορας και πολιτικός. Ήταν γιος του ιστοριογράφου Γάιου Λικίνιου Μάρκου και στενός φίλος του Κάτουλλου. Από το ποιητικό του έργο σώθηκαν μόνο ορισμένα αποσπάσματα, τα σημαντικότερα από τα οποία είναι η Ιώ,… … Dictionary of Greek
Λούκουλλος, Λεύκιος Λικίνιος — (Lucius Licinius Lucullus, 117 – 58/56 π.Χ.). Ρωμαίος στρατηγός και πολιτικός, διάσημος για την πολυτελή ζωή του. Καταγόταν από αριστοκρατική, αλλά φτωχή οικογένεια. Αρχικά εργαζόταν στην υπηρεσία του Σύλλα στην Ασία, όπου και παρέμεινε στη… … Dictionary of Greek
Λούκουλλος, Μάρκος Λικίνιος — (Marcus Licinius Lucullus, τέλη 2ου – μέσα 1ου αι. π.Χ.). Ρωμαίος στρατηγός. Στα χρόνια της υπατείας του αδελφού του Λεύκιου Λικίνιου Λούκουλλου (βλ. λ.) εξελέγη, μαζί με τον Κάσιο Λογγίνο, ύπατος (73 π.Χ.). Στον Λ. και στον συνάρχοντά του… … Dictionary of Greek
Μουρήνας, Λεύκιος Λικίνιος — (Lucius Licinius Murena, 1ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος στρατηγός. Πρέσβης του Σύλλα στον Α’ Μιθριδατικό πόλεμο, διακρίθηκε στην πολιορκία του Πειραιά και στη μάχη της Χαιρώνειας (86 π.Χ.). Διετέλεσε κυβερνήτης στην Ασία μετά την ειρήνη του Δάρδανου και … Dictionary of Greek
Λικινίου — Λικίνιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λικινίῳ — Λικίνιος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λικίνιοι — Λικίνιος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)